- πλασταρεύοντες
- πλασταρεύοντες· πλάσσοντες, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλασταρεύοντες — Α (κατά τον Ησύχ.) «πλάσσοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πλάσσω] … Dictionary of Greek